-
1 ματαιόω
2 ματαιοῦσιν ἑαυτοῖς ὅρασιν invent a vision of their own, LXX Je.23.16.II more freq. in [voice] Pass., to be brought to naught, οὐ ματαιωθήσεται τὰ ῥήματα ib.Ju.6.4.2 become foolish, act foolishly, ἐματαιώθην σφόδρα ib.1 Ch.21.8, cf. Ep.Rom.1.21; μεματαίωταί σοι thou hast done foolishly, LXX 1 Ki.13.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ματαιόω
См. также в других словарях:
ματαιώνω — (ΑM ματαιῶ, όω) [μάταιος] καθιστώ κάτι μάταιο, ανώφελο νεοελλ. 1. εμποδίζω ή αναχαιτίζω την εκτέλεση ή την πραγματοποίηση κάποιας προγραμματισμένης ενέργειας («την τελευταία στιγμή, η άμεση αντίδραση τού λαού ματαίωσε το πραξικόπημα») 2. ακυρώνω … Dictionary of Greek